- παντρολογιέμαι
- παντρολογιέμαι βλ. πίν. 59
(κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.)
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
δανεικολογούμαι — και δανεικολογιέμαι δανείζομαι συχνά, καλύπτω τις ανάγκες μου με δάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < δανεικός + λογώ (πρβλ. δροσολογούμαι, παντρολογιέμαι, τσιμπολογώ)] … Dictionary of Greek
δικολογιούμαι — και δικολογιέμαι [δικολογιά] 1. γίνομαι δικός, συγγενής σε κάποιον 2. διαπραγματεύομαι να γίνω συγγενής, παντρολογιέμαι … Dictionary of Greek
παντρολογώ — έω και άω 1. διαπραγματεύομαι τη σύναψη γάμου μεταξύ δύο προσώπων, προξενεύω 2. μέσ. παντρολογιούμαι και παντρολογιέμαι και παντρολογούμαι επιδιώκω να παντρευτώ, ψάχνω να βρω σύζυγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντρειά + λογώ*] … Dictionary of Greek
παντρολογώ — παντρολόγησα, παντρολογήθηκα 1. συζητώ για γάμο, προξενεύω: Το παιδί είναι μικρό ακόμα, μα οι γονείς του το παντρολογούν. 2. μέσ., παντρολογιέμαι και παντρολογιούμαι ζητώ να παντρευτώ, ή με προξενεύουν άλλοι: Χρόνια τώρα παντρολογιέται κι ακόμα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)